Ἡ Φιλανθρωπική καί Ἐθνική προσφορά τῆς Ἱερᾶς μονῆς.
Πολύ μεγάλες εἶναι οἱ ὑπηρεσίες πού προσέφερε ἡ μονή στήν περίοδο τῆς ἀκμῆς της. Ἡ ἱστορία της ταυτίζεται μέ αὐτή τοῦ νησιοῦ μέσα ἀπό λαμπρές σελίδες πνευματικῆς προσφορᾶς, παιδείας, ἀλλά καί ὑλικῆς. Στό ἱερό αὐτό ἐνδιαίτημα κατέφυγαν πολλές φορές τό κοινό του Κάστρου μέ τίς ἄπορες οἰκογένειές τους. Ἐκεῖ ξεκουράστηκαν καί φιλοξενήθηκαν μυστικά, κυρίως, τά προεπαναστατικά χρονιά οἱ Ἁρματολοί καί οἱ κλέφτες τοῦ Γιάννη Σταθᾶ καί τοῦ Νικοτσάρα. Σ’ αὐτήν ὁρκίστηκαν οἱ καταδρομεῖς καί οἱ ὁπλαρχηγοί τό 1807 μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ Ἀνδρέας Μιαούλης, ὁ Παπαθύμιος Βλαχάβας, ὁ Γιάννης Σταθᾶς, ὁ Νικοτσάρας, ὁ Σκιαθίτης διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἐπιφάνιος-Στέφανος Δημητριάδης ἀλλά καί ἄλλοι πολλοί. Ἀλλά ἐκεῖ
εὐλογήθηκε καί ἡ πρώτη Ἑλληνική σημαία ἀπό τά χέρια τοῦ ἡγουμένου Νήφωνος. Ἡ Μονή Εὐαγγελιστρίας βοήθησε συστηματικά ἠθικά καί ὑλικά, τόσο τά προεπαναστατικά κινήματα, ὅσο καί τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀλλά καί περιέθαλψε τούς πρόσφυγες πού κατέφευγαν στή Σκιάθο ἀπό τό Πήλιο τή Χαλκιδική τόν Ὄλυμπο καί τήν Εὔβοια.
Ὁ ἀκαδημαϊκός Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί μετέπειτα μοναχός Ἀνδρόνικος, ἀδελφός της μονῆς, γράφει γιά τή μεγάλη προσφορά της στό γένος: «Ἐάν κατά τούς χρόνους ἐκείνους διέπρεψαν πλεῖστοι Ἕλληνες εἰς ἄλλα μέρη τῆς ἑλληνικῆς πατρίδος, λαβόντες ἐπίσημα βραβεῖα τῆς φιοπατρίας των,μέ τό νά δαπανήσουν τας στέρνας τοῦ Χρυσίου των διά τήν ἐλευθεροπατρίαν τῆς Ἑλλάδος, ἕνα ἐκ τῶν πρώτων βραβείων ἀνήκει εἰς τήν μονήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, προηγηθεῖσαν εἰς τάς ἱεράς θυσίας, πρίν ἔτι ἀναλάμψει ἡ πυρκαϊά τῆς μεγάλης ἐπαναστάσεως».
Στό πλούσιο ἀρχεῖο τῆς μονῆς διασώζονται πολλά ἔγγραφα πού πιστοποιοῦν τήν προσφορά της στόν ἐθνικό ὑπέρ τῆς πατρίδος ἀγῶνα: «Διά χρείαν τῆς διοικήσεως τοῦ Ἀρείου Πάγου δόθηκαν ἀπό τό μοναστήρι ψιλοί παράδες καί διάφορα ἀσήμια καί ὅτι τήν ἀναγκαίαν ζωοτροφίαν τῶν πατέρων καί ὅλην τήν ἐσοδείαν τοῦ μοναστηριοῦ προθύμως καί ἀλύπως ἡ μονή ἐδαπάνησε», γιά τούς Ὀλύμπιους ἀγωνιστές καί τίς οἰκογένειές τους.
Σέ ἄλλη ἐπιστολή τῆς δημογεροντίας Σκιάθου πρός τήν ἑλληνική πολιτεία, τό 1833, οἱ δημογέροντες ἀναφέρουν ὡς ἑξῆς τήν προσφορά τῆς μονῆς. Ἀλλά ἡ Ἱερά Μονή ὑπέφερε πολλά δεινά καί ἀπό τίς ἐπιδρομές
τῶν Τουρκαλβανῶν καί τῶν πειρατῶν. Ὁ ἡγούμενος Γρηγόριος σέ ἐπίστολή τῆς 26ης τοῦ 1815 γράφει χαρακτηριστικά: «Πυνθάνει πῶς ἔχει τό καθ’ ἠμᾶς ἀπό μέρους τῶν πειρατῶν, ἀλλά πῶς ἀποκρινοῦμαι; πῶς ἀδακρυτί διεξέλθω; πῶς ἀξίως διηγήσομαι; Ἐν τούτοις καί τοσούτοις δεινοίς ἴσως ποτέ ἐξαρκέσει κάλαμος Εὐριπίδειος καί γλῶσσα Αἰσχύλειος τῶν τραγικοτάτων ποιητῶν. Αἱ καθ’ ἠμᾶς τραγωδίαι ὑπερέβησαν καί τάς πώποτε μνημονευομένας. ἀλλ’ ἴνα μή παρήκοος φανῶ αὐτή ἐπιμόνως τοῦτ’ αὐτό ἐπιζητούση, ἰχνογραφίαν τινά αὐτοσχέδιον καταγράψω ἔνθεν ἀρξάμενος τριετίαν ἤδη πάσχομεν πολυειδῶς καί πολυτρόπως ὑπηρετοῦντες ἀρτοποιοῦντες, μαγειρεύοντες, τράπεζας παρατιθέμενοι, πλύοντες καί διαλευκαίνοντες τά αὐτῶν μηδέποτε διαλευκαθέντα, νοσοκομοῦντες αὐτούς…»
Τέλος, τήν πιό σημαντική ἁρπαγή καί καταστροφή ὑπέστη ἡ Μονή τό καλοκαίρι τοῦ 1849, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς ἡγουμενίας τοῦ ἱερομονάχου Φλαβιανοῦ, ἀπό τό ληστή Ἰωάννη Βελέντζα. Ἀναφέρει σχετικά ὁ Τρ. Εὐαγγελίδης: «Περί ὥραν 5 τῆς Πέμπτης 23 Ἰουλίου (1849), 40 λησταί εἰσελθόντες εἰς τήν Μονήν καί συλλαβόντες τούς μοναχούς ἐστρέβλουν καί ἐβασάνιζον αὐτούς, ἀνοίξαντες δέ τό δωμάτιον τοῦ ἀπόντος ἡγουμένου ἔλαβον ὅ, τι εὗρον: Χρήματα, (4.363 δρχ.) πολύτιμα πράγματα, εἰκόνας βαρύτίμους, ἐνδύματα. Ἔπειτα ἀνενοχλήτως φορτώσαντες ἐπί ἡμιόνου τῆς Μονῆς, τῇ ὁδηγίᾳ τοῦ δοκίμου μοναχοῦ Ἰωάννου Θηραίου, ἔφθασαν εἰς τόν ὅρμον Κεχρηάν, ὅπου περίμενον ἄλλοι ληστοπειραταί περί τούς 50 ἐν συνόλῳ».
Οἱ μοναχοί μέ ἀναφορά τους στό ὑπουργεῖο, γράφουν: «εἰσῆλθον ἐν τῇ μονῇ μέ τόν πλέον ἄγριον καί ληστρικόν τρόπον στρεβλώνοντες κτυποῦντες καί τά λοιπά κακοποιοῦντες τούς μοναχούς καί τέλος ἐπειράθησαν νά ζεματίσουν αὐτούς μέ ἔλαιον, ἐπῆραν ὅλα τά χρήματα, σταυρούς χρυσούς καί ἀσημοζώναρα καί ἄλλα καί αὐτά τά ἐργαλεῖα τῆς χειρουργικῆς». Τήν καταστροφική αὐτή ληστεία τῆς μονῆς ἔχει ὡς ὑπόθεση καί ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης στό διήγημα τοῦ Νεράιδες.
Ἀργότερα, οἱ συνεχεῖς δηώσεις, ὅπως ἐκείνη ἀπό τούς Τουρκαλβανούς πού περιγράφει ὁ ἱερομόναχος Γρηγόριος, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τήν οἰκονομική ἐξασθένηση τῆς Μονῆς, ἡ ὁποία σέ τέτοιες περιπτώσεις, γιά νά κατορθώσει νά ὑπερβεῖ τά προβλήματα, ἔφθανε στό σημεῖο ν᾿ ἀπολύσει, πάντα μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου, Ἐγκυκλίους ὑπέρ βοηθείας της, τίς γνωστές” Ἁπανταχοῦσες”. Μία ἀπο αὐτές, τήν ὁποία ἀπέλυσε ὁ τότε ἡγούμενος, ἱερομόναχος Γρηγόριος στούς Ὑδραίους, ὕστερα ἀπό τά δεινά πού ὑπέστη ἡ Μονή ἀπό τούς «κλέπτας καί τάς φρεγάτας», δηλαδή τούς πειρατές πού λυμαίνονταν τήν περιοχή., δημοσιεύεται στο Παράρτημα. (Ἔγγρ. 8.2)
Ὡστόσο, ἐκτός τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν καί τῶν ληστῶν ἡ Μονή εἶχε ν᾿ ἀντιμετωπίσει κι ἄλλο ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο σχετιζόταν μέ τήν παρουσία τῶν «πεγιλίδικων πλοίων καί τῶν φρεγάδων» πού συχνά ἄραζαν στή Σκιάθο. Αὐτό μέ παράπονο τό ἀναφέρει ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Γρηγόριος στόν ἐπιφανῆ Ὑδραῖο Γεώργιο (Μ)Πέγη ἄνθρωπο τοῦ τότε Δραγουμάνου τοῦ Στόλου Κων. Ν. Μαυρογένη.
Ἀλλά και μέ τήν Ὑδρα εἶχε σχέσεις πολλές ἡ Μονή. Ἰδιαίτερα μέ τό ἐκεῖ, ἐπίσης κολλυβαδικό μοναστήρι, τοῦ Προφήτου Ἡλία.
Τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε τότε στή Μονή μαρτυρεῖ καί ἡ “Ἁπανταχοῦσα”, πού ἀπέλυσε στίς 25 Νοεμβρίου 1819 ὁ ἡγούμενος Φλαβιανός γιά τή συλλογή ἐλεῶν, ἀναφορικά μέ τήν ἀνασύσταση τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ὅμως καί στά χρόνια τοῦ Ἀγώνα ἀντιμετώπισε προβλήματα τό μοναστήρι «παρά τῶν ἐνταῦθα παροικούντων ἀνημέρων καί ἀσπλάχνων Λαπίθων· ὁμοίως καί τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ Ληϊτομένων», ὅπως ἀναφέρει στήν ἀχρονολόγητη ἀναφορά του πρός τό Ὑπουργεῖο τῆς Θρησκέιας ὁ τότε ἡγούμενος Ἀλύπιος.
Μέ τήν Ἱερά Μονή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τήν περίοδο τοῦ ἀγώνα ἔχει συνδεθεῖ καί τό ὄνομα τοῦ πειρατῆ-ἀγωνιστῆ Νικοτσάρα. Στό ρέμα τοῦ Λεχουνιοῦ, πού βρίσκεται παραπλεύρως τῆς ἱερᾶς μονῆς καί καταλήγει σ’ ἕνα μικρό λιμανάκι, ἦταν τό ὁρμητήριο τοῦ περίφημου πειρατῆ Νικοτσάρα, τοῦ φόβου καί τοῦ τρόμου τοῦ Αἰγαίου, μέ πολλούς ἄνδρες στή δικαιοδοσία του. Αὐτά τά παλικάρια θέλησε ὁ πρῶτος ἡγούμενος τοῦ Μοναστηριοῦ ὅσιος Νήφων νά μυήσει στήν ἐπανάσταση, πρᾶγμα πού ἐν πολλοῖς τό πέτυχε. Ἔτσι τά παλικάρια τοῦ Νικοτσάρα σταδιακά τόν ἐγκατέλειπαν καί προσέρχονταν στόν ὅσιο Νήφωνα καί ἐν συνέχειᾳ προσχωροῦσαν στήν ἐπανάσταση. Διαπιστώνοντας ὁ Νικοτσάρας ὅτι σιγά – σιγά ἔχανε τή δύναμή του, ἀποφάσισε νά σκοτώσει τόν ὅσιο. Ἕνα ἀπόγευμα μετέβη στο Μοναστήρι γι’ αὐτό τό σκοπό καί ἀφοῦ εἰσῆλθε ἀπό τή μισάνοιχτη πόρτα τοῦ ἡγουμενείου, ἀντίκρισε τό Νήφωνα νά διαβάζει ἕνα βιβλίο καί νά τόν περιβάλλει ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς. Φοβήθηκε καί ἔφυγε.
Μετά ἀπό λίγο καιρό ἐπανῆλθε μέ τόν ἴδιο σκοπό καί μόλις εἰσῆλθε στό ἡγουμενεῖο, γιά νά σκοτώσει τό Νήφωνα, παρέλυσε καί τυφλώθηκε. Ὁ ὅσιος Νήφων, ὡς καλοκάγαθος πού ἦταν, στεναχωρήθηκε πολύ πού εἶδε τό γενναῖο Νικοτσάρα παράλυτο καί τυφλό καί ἀμέσως γονάτισε καί προσευχήθηκε γιά τή συγχώρεση τοῦ πειρατῆ, πρᾶγμα πού ἔγινε μετά ἀπό λίγες ἡμέρες.
Ὁ Νικοτσάρας θεώρησε θαῦμα τό γεγονός, καί, ἐγκαταλείποντας τήν πειρατεία, προσχώρησε στήν ἐπανάσταση, δίνοντας γενναῖες μάχες ἐναντίον τῶν Τούρκων. Ἔπεσε, ἡρωικά μαχόμενος, στή μάχη τοῦ Λιτόχωρου σέ ἡλικία 33 ἐτῶν. Ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί καί τά παλικάριά του παρέστησαν στήν ταφή του, πού ἔγινε, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του, στοῦ Λεχουνιοῦ τό ρέμα, στῆς Βαγγελίστρας τό Μοναστήρι τῆς Σκιάθου, ὅπως λένε καί τά δημοτικά τραγούδια. Τόν ἔθαψαν μάλιστα μέ ὅλο τόν ὁπλισμό του καί ὅλη τήν περιούσια πού ἦταν 40 μουλάρια (φορτώματα) χρυσάφι.